- ποτιπορεύομαι
- Α(δωρ. τ.) προσπορεύομαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πορεύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπορεύομαι — και δωρ. τ. ποτιπορεύομαι Α 1. πορεύομαι προς κάποιον, πλησιάζω κάποιον, σιμώνω 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω κάτι, συνήθως αξίωμα («προσπορευομένου πρὸς τὴν ἀγορανομίαν», Πολ.) 3. επιδιώκω τη σύναψη δανείου 4. επιζητώ τη μίσθωση, την… … Dictionary of Greek